- -άκιας
- βλ. -άκι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορτάκιας — ο (χλευαστικά) αυτός που τού αρέσει να ερωτοτροπεί, να φλερτάρει με διάφορες γυναίκες, ερωτύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρτε (Ι) + κατάλ. άκιας, μειωτικής σημ. (πρβλ. γυαλ άκιας, εξυπν άκιας)] … Dictionary of Greek
ματάκιας — ο ο ηδονοβλεψίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάτι + κατάλ. άκιας (πρβλ. γυαλ άκιας, τυχερ άκιας)] … Dictionary of Greek
τσαντάκιας — ο, Ν κλέφτης τσαντών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσάντα + κατάλ. άκιας μειωτικής σημ. (πρβλ. εξυπν άκιας, κορτ άκιας)] … Dictionary of Greek
πρεζάκιας — ο, Ν ναρκομανής, χρήστης ναρκωτικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέζα + μειωτική κατάλ. άκιας (πρβλ. γυαλ άκιας)] … Dictionary of Greek
σουμαδάκιας — ο, Ν 1. αυτός που πίνει πολλές σουμάδες 2. μτφ. άνθρωπος χωρίς ισχυρή θέληση, αδύναμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουμάδα «αναψυκτικό ποτό» + κατάλ. άκιας (πρβλ. ματ άκιας)] … Dictionary of Greek
ψευτάκης — και ψευτάκιας, ο, Ν ψευταράκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψεύτης + υποκορ. κατάλ. άκης / άκιας (πρβλ. κοσμ άκης, τυχερ άκιας)] … Dictionary of Greek